τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Full diacritics: κατάδουλος | Medium diacritics: κατάδουλος | Low diacritics: κατάδουλος | Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΛΟΣ |
Transliteration A: katádoulos | Transliteration B: katadoulos | Transliteration C: katadoulos | Beta Code: kata/doulos |
ὁ, slave, κ. παῖς PStrassb.40.24 (vi A.D.).
κατάδουλος, ὁ (Α)
δούλος, σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. σύνδουλος, υπόδουλος].