μετεπινοούμαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(25)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μετεπινοοῡμαι, -έομαι (Μ)<br />[[αλλάζω]] [[ιδέα]] ή [[σχέδιο]].
|mltxt=μετεπινοοῦμαι, -έομαι (Μ)<br />[[αλλάζω]] [[ιδέα]] ή [[σχέδιο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

μετεπινοοῦμαι, -έομαι (Μ)
αλλάζω ιδέα ή σχέδιο.