θηριοτροφώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θηριοτροφῶ, -έω (Α) [[θηριοτρόφος]]<br />(μόνο ως παθ.) <i>θηριοτροφοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο [[θηρίο]].
|mltxt=θηριοτροφῶ, -έω (Α) [[θηριοτρόφος]]<br />(μόνο ως παθ.) <i>θηριοτροφοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο [[θηρίο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

θηριοτροφῶ, -έω (Α) θηριοτρόφος
(μόνο ως παθ.) θηριοτροφοῦμαι, -έομαι
ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο θηρίο.