υπερμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(43)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μάχομαι]]<br />[[μάχομαι]] [[υπέρ]] κάποιου, [[υπερμαχώ]] («ὡσπερεὶ τοὐμοῡ πατρός, ὑπερμαχοῡμαι», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=Α [[μάχομαι]]<br />[[μάχομαι]] [[υπέρ]] κάποιου, [[υπερμαχώ]] («ὡσπερεὶ τοὐμοῡ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

Α μάχομαι
μάχομαι υπέρ κάποιου, υπερμαχώ («ὡσπερεὶ τοὐμοῡ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», Σοφ.).