στολίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίδωμα Medium diacritics: στολίδωμα Low diacritics: στολίδωμα Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΜΑ
Transliteration A: stolídōma Transliteration B: stolidōma Transliteration C: stolidoma Beta Code: stoli/dwma

English (LSJ)

ατος, τό, A fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.

Greek Monolingual

τὸ, Α στολιδοῦμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).