στολίδωμα
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
-ατος, τό, fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
Russian (Dvoretsky)
στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.
Greek Monolingual
τὸ, Α στολιδοῦμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).