ωοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῡντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῦντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῦντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).