μακροβόλος: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[μακροβόλος]], -ον)<br />αυτός που βάλλει [[μακριά]], που ρίχνει, που εξακοντίζει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης | |mltxt=-ο (AM [[μακροβόλος]], -ον)<br />αυτός που βάλλει [[μακριά]], που ρίχνει, που εξακοντίζει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῖν τὸν Δέγμενον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:17, 26 March 2021
English (LSJ)
ον, A far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.
Greek Monolingual
-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῖν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.