λοχαγώ: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [[λοχαγός]]<br /><b>1.</b> [[διοικώ]] λόχο, στρατιωτικό [[σώμα]] που αποτελούνταν [[συνήθως]] από 100 άνδρες («[[ἐπεὶ]] εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῑν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> απαρτίζομαι από λοχαγούς.
|mltxt=λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [[λοχαγός]]<br /><b>1.</b> [[διοικώ]] λόχο, στρατιωτικό [[σώμα]] που αποτελούνταν [[συνήθως]] από 100 άνδρες («[[ἐπεὶ]] εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> απαρτίζομαι από λοχαγούς.
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) λοχαγός
1. διοικώ λόχο, στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν συνήθως από 100 άνδρες («ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», Ξεν.)
2. απαρτίζομαι από λοχαγούς.