στερώ: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(38)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στερῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] (α. «του στέρησαν την [[ελευθερία]] του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>στερούμαι</i><br />μού λείπει [[κάτι]], [[κυρίως]] έχω [[έλλειψη]] αναγκαίων για τη ζωή μέσων, [[υποφέρω]] από [[ένδεια]] («έζησε στερημένη ζωή»)<br /><b>αρχ.</b><br />(το απαρμφ. μέσ. παρακμ. με αρθρ.) <i>τὸ ἐστερῆσθαι</i><br />[[κατάσταση]] αρνήσεως ή στερήσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[στέρομαι]] [[κατά]] τα συνηρημένα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[στέρομαι]])].
|mltxt=στερῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] (α. «του στέρησαν την [[ελευθερία]] του» β. «στερεῖν μισθόν», Ανθ.Παλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>στερούμαι</i><br />μού λείπει [[κάτι]], [[κυρίως]] έχω [[έλλειψη]] αναγκαίων για τη ζωή μέσων, [[υποφέρω]] από [[ένδεια]] («έζησε στερημένη ζωή»)<br /><b>αρχ.</b><br />(το απαρμφ. μέσ. παρακμ. με αρθρ.) <i>τὸ ἐστερῆσθαι</i><br />[[κατάσταση]] αρνήσεως ή στερήσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[στέρομαι]] [[κατά]] τα συνηρημένα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[στέρομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

στερῶ, -έω, ΝΜΑ
αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «του στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῖν μισθόν», Ανθ.Παλ.)
νεοελλ.
παθ. στερούμαι
μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή»)
αρχ.
(το απαρμφ. μέσ. παρακμ. με αρθρ.) τὸ ἐστερῆσθαι
κατάσταση αρνήσεως ή στερήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του στέρομαι κατά τα συνηρημένα (για ετυμολ. βλ. λ. στέρομαι)].