φθονώ: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(45)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν<br />κατέχομαι από φθόνο, [[είμαι]] [[ζηλόφθονος]] (α. «[[κάλλιο]] να σε φτονούν [[παρά]] να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.<br />β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς [[ἄπαις]] οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από φθόνο ή από [[δυσμένεια]] («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' [[ἄλλην]] μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθονεῑν τινί τι» — το να αρνείται [[κανείς]] να παράσχει [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθονῶ</i> αποτελεί [[είτε]] μετονοματικό παρ. του [[φθόνος]] [[είτε]] επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φθέν</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φθόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>φορῶ</i>: [[φέρω]].
|mltxt=φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν<br />κατέχομαι από φθόνο, [[είμαι]] [[ζηλόφθονος]] (α. «[[κάλλιο]] να σε φτονούν [[παρά]] να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.<br />β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς [[ἄπαις]] οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από φθόνο ή από [[δυσμένεια]] («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' [[ἄλλην]] μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται [[κανείς]] να παράσχει [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθονῶ</i> αποτελεί [[είτε]] μετονοματικό παρ. του [[φθόνος]] [[είτε]] επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φθέν</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φθόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>φορῶ</i>: [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 20:26, 26 March 2021

Greek Monolingual

φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν
κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.
β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», Ευρ.)
2. αρνούμαι κάτι από φθόνο ή από δυσμένεια («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», Σοφ.)
3. φρ. «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται κανείς να παράσχει κάτι σε κάποιον (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθονῶ αποτελεί είτε μετονοματικό παρ. του φθόνος είτε επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φθέν- (βλ. λ. φθόνος), πρβλ. φορῶ: φέρω.