δείνος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(8) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δεῖνος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών, ποδονιπτήρας<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>5.</b> όργανο για [[κατασκευή]] ή [[επίχριση]] χαπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του [[δίνος]], που απαντά σε λογοπαίγνια με το [[δεινός]]]. | ||
}} | }} |