παιδίος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδίος]], ὁ (Α)<br />[[βαρβαρισμός]] [[αντί]] [[παιδίον]] («[[ἔνιοι]] δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῖν [τὸν Ἀλέξανδρον] [[μετά]] τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ [[παιδίος]], ἀντὶ τοῦ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[παιδίος]], ὁ (Α)<br />[[βαρβαρισμός]] [[αντί]] [[παιδίον]] («[[ἔνιοι]] δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῖν [τὸν Ἀλέξανδρον] [[μετά]] τινος φιλοφροσύνης... είπεῖν, ὦ [[παιδίος]], ἀντὶ τοῦ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παιδίος -ου, ὁ barb. Plut. Alex. 27.9 voor παιδίον.
|elnltext=παιδίος -ου, ὁ barb. Plut. Alex. 27.9 voor παιδίον.
}}
}}

Revision as of 08:39, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδίος Medium diacritics: παιδίος Low diacritics: παιδίος Capitals: ΠΑΙΔΙΟΣ
Transliteration A: paidíos Transliteration B: paidios Transliteration C: paidios Beta Code: paidi/os

English (LSJ)

ὁ, barbarism for παιδίον, Plu. Alex. 27.

Greek (Liddell-Scott)

παιδίος: βαρβαρισμὸς ἀντὶ παιδίον: περὶ τῆς προσφωνήσεως τοῦ προφήτου τοῦ θεοῦ Ἄμμωνος, «ἔνιοι δέ φασι, τὸν μὲν προφήτην Ἑλληνιστὶ μὲν βουλόμενον προσειπεῖν (τὸν Ἀλέξανδρον) μετά τινος φιλοφροσύνης, ὦ παιδίον, ἐν τῷ τελευταίῳ δὲ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῦ πρὸς τὸ σῖγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῖν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῦ ν τῷ σ χρησάμενον. Ἀσμένῳ δὲ τῷ Ἀλεξάνδρῳ τὸ σφάλμα τῆς φωνῆς γενέσθαι, καὶ διαδοθῆναι λόγον ὡς παῖδα Διὸς αὐτὸν τοῦ θεοῦ προσειπόντος» Πλούτ. ἐν βίῳ Ἀλεξ. 27.

Greek Monolingual

παιδίος, ὁ (Α)
βαρβαρισμός αντί παιδίονἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῖν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῖν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῦ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδίος -ου, ὁ barb. Plut. Alex. 27.9 voor παιδίον.