Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαγκία: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγκία]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> [[χτύπημα]] με [[λόγχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (για [[λόγχη]]) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῑνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῦ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lancea</i> «[[λόγχη]]»].
|mltxt=[[λαγκία]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> [[χτύπημα]] με [[λόγχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (για [[λόγχη]]) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῖνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῦ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lancea</i> «[[λόγχη]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λαγκία:''' ἡ (лат. [[lancea]]) копье Diod., Plut.
|elrutext='''λαγκία:''' ἡ (лат. [[lancea]]) копье Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 08:40, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγκία Medium diacritics: λαγκία Low diacritics: λαγκία Capitals: ΛΑΓΚΙΑ
Transliteration A: lankía Transliteration B: lankia Transliteration C: lagkia Beta Code: lagki/a

English (LSJ)

ἡ, Lat. A lancea, D.S.5.30:—hence λαγκιάριος, ὁ, lancearius, CIG4004 (Iconium), Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, die Lanze, lancea, nach D. Sic. 5, 30 gallisch.

Greek (Liddell-Scott)

λαγκία: ἡ, τὸ Λατ. lancea, λόγχη, Διόδ. 5. 30· λαγκιάριος, ὁ, λογχοφόρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4004, Ἰω. Λυδ. 157, 22, Ἰω. Μαλαλ. 303, 3.

Greek Monolingual

λαγκία, ἡ (AM)
μσν.
1. λόγχη
2. χτύπημα με λόγχη
αρχ.
ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῖνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῦ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»].

Russian (Dvoretsky)

λαγκία: ἡ (лат. lancea) копье Diod., Plut.