χαλκοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(6_17) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] χαλκοῦν, [[ἀναιδής]], ἀδιάντροπος, ἡμῖν [[ἔθος]] [[πολλάκις]] τοὺς ἐρυθριᾶν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 225, 34. | |lstext='''χαλκοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] χαλκοῦν, [[ἀναιδής]], ἀδιάντροπος, ἡμῖν [[ἔθος]] [[πολλάκις]] τοὺς ἐρυθριᾶν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 225, 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>μτφ.</b> [[αναιδής]], [[αδιάντροπος]] («ἡμῖν [[ἔθος]] [[πολλάκις]] τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγο</i>-[[πρόσωπος]], <i>μακρο</i>-[[πρόσωπος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:49, 27 March 2021
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernem, eisernem Gesicht, unverschämt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον χαλκοῦν, ἀναιδής, ἀδιάντροπος, ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾶν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 225, 34.
Greek Monolingual
-ον, Α
μτφ. αναιδής, αδιάντροπος («ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αἰγο-πρόσωπος, μακρο-πρόσωπος.