επάνοδος: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(13)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπάνοδος]])<br /><b>1.</b> [[επιστροφή]], [[γυρισμός]] («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γυρισμός]] στην [[πατρίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα [[τμήμα]] λόγου ([[πρόταση]], περίοδο <b>κ.λπ.</b>) τις λέξεις του προηγούμενου, [[αλλά]] με αντίστροφη [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεία]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[άνοδος]] («εἰς τὸν ἥλιον [[ἐπάνοδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάταση]] της ψυχής<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[ανακεφαλαίωση]] («[[προοίμιον]] δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ [[ἐπάνοδος]] ἐν ταῑς δημηγορίαις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> διεξοδικότερη πραγμάτευση ενός σημείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άν</i>-<i>οδος</i>].
|mltxt=η (AM [[ἐπάνοδος]])<br /><b>1.</b> [[επιστροφή]], [[γυρισμός]] («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γυρισμός]] στην [[πατρίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα [[τμήμα]] λόγου ([[πρόταση]], περίοδο <b>κ.λπ.</b>) τις λέξεις του προηγούμενου, [[αλλά]] με αντίστροφη [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεία]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[άνοδος]] («εἰς τὸν ἥλιον [[ἐπάνοδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάταση]] της ψυχής<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[ανακεφαλαίωση]] («[[προοίμιον]] δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ [[ἐπάνοδος]] ἐν ταῖς δημηγορίαις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> διεξοδικότερη πραγμάτευση ενός σημείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άν</i>-<i>οδος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐπάνοδος)
1. επιστροφή, γυρισμός («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», Πλούτ.)
2. γυρισμός στην πατρίδα
νεοελλ.
σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα τμήμα λόγου (πρόταση, περίοδο κ.λπ.) τις λέξεις του προηγούμενου, αλλά με αντίστροφη τάξη
αρχ.
1. πορεία προς τα πάνω, άνοδος («εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος», Πλάτ.)
2. ανάταση της ψυχής
3. (για λόγο) ανακεφαλαίωσηπροοίμιον δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ ἐπάνοδος ἐν ταῖς δημηγορίαις», Αριστοτ.)
4. διεξοδικότερη πραγμάτευση ενός σημείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άν-οδος].