καταδαπανώ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(19) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καταδαπανῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] άσκοπα και ασυλλόγιστα, [[κατασπαταλώ]] (α. «καταδαπάνησε όλη την [[περιουσία]] του [[πατέρα]] του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταδαπανώμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[υποβάλλω]] τον εαυτό μου σε μεγάλες δαπάνες, καταξοδεύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («κατεδαπανῶντο | |mltxt=(AM καταδαπανῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] άσκοπα και ασυλλόγιστα, [[κατασπαταλώ]] (α. «καταδαπάνησε όλη την [[περιουσία]] του [[πατέρα]] του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταδαπανώμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[υποβάλλω]] τον εαυτό μου σε μεγάλες δαπάνες, καταξοδεύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαπανώ]] σε [[κάτι]] χρήσιμο («καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ [[βάρος]] εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾱτε», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM καταδαπανῶ, -άω)
1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.)
2. μέσ. καταδαπανώμαι, -άομαι
υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες δαπάνες, καταξοδεύομαι
μσν.-αρχ.
φθείρω, καταστρέφω («κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα»)
αρχ.
δαπανώ σε κάτι χρήσιμο («καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾱτε», Ξεν.).