Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμήγμα: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(37)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σμῆγμα]], -ήγματος, ΝΑ [[σμήχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[έκκριμα]] τών σμηγματογόνων αδένων, μια [[ουσία]] που αποτελείται από [[μίγμα]] λιπών και κυτταρικών υπολειμμάτων<br /><b>2.</b> <b>φυσιολ.</b> λευκή φυραματώδης [[ουσία]] η οποία παράγεται από την [[έκκριση]] και την επιθηλιακή [[απολέπιση]] και η οποία συσσωρεύεται στις πτυχές τών εξωτ. γεννητικών οργάνων<br /><b>3.</b> <b>([[κτην]].)</b> καστανό ιξώδες [[προϊόν]] επιθηλιακής απολέπισης, το οποίο συσσωρεύεται στο εσωτερικό του κολεού του αρσενικού αλόγου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σμῆμα]] («ταῑς περὶ αὐτὴν ἑταίραις εἰς [[σμῆγμα]] δοθῆναι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=το / [[σμῆγμα]], -ήγματος, ΝΑ [[σμήχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[έκκριμα]] τών σμηγματογόνων αδένων, μια [[ουσία]] που αποτελείται από [[μίγμα]] λιπών και κυτταρικών υπολειμμάτων<br /><b>2.</b> <b>φυσιολ.</b> λευκή φυραματώδης [[ουσία]] η οποία παράγεται από την [[έκκριση]] και την επιθηλιακή [[απολέπιση]] και η οποία συσσωρεύεται στις πτυχές τών εξωτ. γεννητικών οργάνων<br /><b>3.</b> <b>([[κτην]].)</b> καστανό ιξώδες [[προϊόν]] επιθηλιακής απολέπισης, το οποίο συσσωρεύεται στο εσωτερικό του κολεού του αρσενικού αλόγου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σμῆμα]] («ταῖς περὶ αὐτὴν ἑταίραις εἰς [[σμῆγμα]] δοθῆναι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

το / σμῆγμα, -ήγματος, ΝΑ σμήχω
νεοελλ.
1. βιολ. το έκκριμα τών σμηγματογόνων αδένων, μια ουσία που αποτελείται από μίγμα λιπών και κυτταρικών υπολειμμάτων
2. φυσιολ. λευκή φυραματώδης ουσία η οποία παράγεται από την έκκριση και την επιθηλιακή απολέπιση και η οποία συσσωρεύεται στις πτυχές τών εξωτ. γεννητικών οργάνων
3. (κτην.) καστανό ιξώδες προϊόν επιθηλιακής απολέπισης, το οποίο συσσωρεύεται στο εσωτερικό του κολεού του αρσενικού αλόγου
αρχ.
το σμῆμα («ταῖς περὶ αὐτὴν ἑταίραις εἰς σμῆγμα δοθῆναι», Πλούτ.).