πρίγκιπας: Difference between revisions
(34) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / πρίγκιψ, -ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. [[πριγκίπισσα]] και [[πριγκιπέσσα]], Ν, [[πρίγκιπας]], πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. <i>πριγκιπάδες</i>, Μ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τίτλος]] κοινωνικής διάκρισης ο [[οποίος]] γενικά απονεμόταν σε [[παιδιά]] βασιλιά ή και σε άλλα [[μέλη]] βασιλικής οικογένειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) υψηλού βαθμού [[τίτλος]] ευγενείας απονεμόμενος σε [[πρόσωπο]] που ασκεί πλήρη ή [[σχεδόν]] πλήρη κυριαρχική [[εξουσία]] ή φερόμενος από [[μέλος]] βασιλικής οικογένειας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ανώτατου άρχοντα ανεξάρτητης ή υποτελούς χώρας («ο [[πρίγκιπας]] του Μονακό»)<br /><b>3.</b> [[ανώτατος]] ή [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] τών παραδουνάβιων ηγεμονιών, που διατηρούσε τον τίτλο αυτό ώς τον θάνατό του (α. «οι [[πρίγκιπες]] Αλέξανδρος και [[Δημήτριος]] Υψηλάντης» β. «ο [[πρίγκιπας]] Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ο πιο [[ικανός]] ή [[επιφανής]], ο [[άριστος]] [[ανάμεσα]] σε ομοίους του («[[πρίγκιπας]] τών συγγραφέων»)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> [[πριγκίπισσα]] και [[πριγκιπέσσα]]<br />α) [[σύζυγος]] ή [[κόρη]] πρίγκιπα ή [[κόρη]] βασιλιά<br />β) <b>μτφ.</b> αριστοκράτισσα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αυτοκρατορικός]] [[υπάλληλος]], ο επικεφαλής ομάδας κρατικών υπηρεσιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[πρίγκιπες]]<br />(στους Ρωμαίους) οι πιο ακμαίοι ως [[προς]] την [[ηλικία]] στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας που καταλάμβαναν το [[μέσον]] της παράταξης, η οποία συγκροτούνταν με [[κριτήριο]] την [[ηλικία]], [[δηλαδή]] [[μεταξύ]] τών αστάτων και τών τριαριών («τοὺς δὲ ἀκμαιοτάτους | |mltxt=ο / πρίγκιψ, -ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. [[πριγκίπισσα]] και [[πριγκιπέσσα]], Ν, [[πρίγκιπας]], πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. <i>πριγκιπάδες</i>, Μ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τίτλος]] κοινωνικής διάκρισης ο [[οποίος]] γενικά απονεμόταν σε [[παιδιά]] βασιλιά ή και σε άλλα [[μέλη]] βασιλικής οικογένειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) υψηλού βαθμού [[τίτλος]] ευγενείας απονεμόμενος σε [[πρόσωπο]] που ασκεί πλήρη ή [[σχεδόν]] πλήρη κυριαρχική [[εξουσία]] ή φερόμενος από [[μέλος]] βασιλικής οικογένειας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ανώτατου άρχοντα ανεξάρτητης ή υποτελούς χώρας («ο [[πρίγκιπας]] του Μονακό»)<br /><b>3.</b> [[ανώτατος]] ή [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] τών παραδουνάβιων ηγεμονιών, που διατηρούσε τον τίτλο αυτό ώς τον θάνατό του (α. «οι [[πρίγκιπες]] Αλέξανδρος και [[Δημήτριος]] Υψηλάντης» β. «ο [[πρίγκιπας]] Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ο πιο [[ικανός]] ή [[επιφανής]], ο [[άριστος]] [[ανάμεσα]] σε ομοίους του («[[πρίγκιπας]] τών συγγραφέων»)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> [[πριγκίπισσα]] και [[πριγκιπέσσα]]<br />α) [[σύζυγος]] ή [[κόρη]] πρίγκιπα ή [[κόρη]] βασιλιά<br />β) <b>μτφ.</b> αριστοκράτισσα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αυτοκρατορικός]] [[υπάλληλος]], ο επικεφαλής ομάδας κρατικών υπηρεσιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[πρίγκιπες]]<br />(στους Ρωμαίους) οι πιο ακμαίοι ως [[προς]] την [[ηλικία]] στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας που καταλάμβαναν το [[μέσον]] της παράταξης, η οποία συγκροτούνταν με [[κριτήριο]] την [[ηλικία]], [[δηλαδή]] [[μεταξύ]] τών αστάτων και τών τριαριών («τοὺς δὲ ἀκμαιοτάτους ταῖς ἡλικίαις εἰς τοὺς [[πρίγκιπας]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>princeps</i>, -<i>ipis</i> «[[άρχοντας]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>primus</i> «[[πρώτος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>capio</i> «[[πιάνω]]»). Η γρφ. <i>πρίγκηπας</i> δεν θεωρείται ορθή (<b>πρβλ.</b> και τη γρφ. <i>κώδηξ</i> της λ. [[κώδιξ]], -<i>ικος</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>codex</i>, -<i>icis</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο / πρίγκιψ, -ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ
νεοελλ.-μσν.
τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη βασιλικής οικογένειας
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) υψηλού βαθμού τίτλος ευγενείας απονεμόμενος σε πρόσωπο που ασκεί πλήρη ή σχεδόν πλήρη κυριαρχική εξουσία ή φερόμενος από μέλος βασιλικής οικογένειας
2. τίτλος ανώτατου άρχοντα ανεξάρτητης ή υποτελούς χώρας («ο πρίγκιπας του Μονακό»)
3. ανώτατος ή ανώτερος αξιωματούχος τών παραδουνάβιων ηγεμονιών, που διατηρούσε τον τίτλο αυτό ώς τον θάνατό του (α. «οι πρίγκιπες Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης» β. «ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος»)
4. μτφ. ο πιο ικανός ή επιφανής, ο άριστος ανάμεσα σε ομοίους του («πρίγκιπας τών συγγραφέων»)
5. το θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα
α) σύζυγος ή κόρη πρίγκιπα ή κόρη βασιλιά
β) μτφ. αριστοκράτισσα
μσν.-αρχ.
αυτοκρατορικός υπάλληλος, ο επικεφαλής ομάδας κρατικών υπηρεσιών
αρχ.
στον πληθ. οἱ πρίγκιπες
(στους Ρωμαίους) οι πιο ακμαίοι ως προς την ηλικία στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας που καταλάμβαναν το μέσον της παράταξης, η οποία συγκροτούνταν με κριτήριο την ηλικία, δηλαδή μεταξύ τών αστάτων και τών τριαριών («τοὺς δὲ ἀκμαιοτάτους ταῖς ἡλικίαις εἰς τοὺς πρίγκιπας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. princeps, -ipis «άρχοντας» (< λατ. primus «πρώτος» + capio «πιάνω»). Η γρφ. πρίγκηπας δεν θεωρείται ορθή (πρβλ. και τη γρφ. κώδηξ της λ. κώδιξ, -ικος < λατ. codex, -icis)].