συγκύρησις: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πιθ. [[σύγκυρσις]], -ύρσεως, ἡ, Α [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[συγκυρία]]<br /><b>2.</b> [[σύμπτωση]] («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις | |mltxt=και πιθ. [[σύγκυρσις]], -ύρσεως, ἡ, Α [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[συγκυρία]]<br /><b>2.</b> [[σύμπτωση]] («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκύρησις:''' εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext. | |elrutext='''συγκύρησις:''' εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 27 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A concurrence, coincidence, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.Ep.2p.43U.; conjuncture, Plb.9.12.6.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.
Greek (Liddell-Scott)
συγκύρησις: ἡ, σύμπτωσις, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6.
Greek Monolingual
και πιθ. σύγκυρσις, -ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)]
1. συγκυρία
2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
συγκύρησις: εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.