κροῦναι: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κροῡναι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «τὰ ἄφορα δένδρα»<br /><b>2.</b> «κρῆναι τέλειαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. [[κρουνός]].
|mltxt=κροῦν
αι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «τὰ ἄφορα δένδρα»<br /><b>2.</b> «κρῆναι τέλειαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. [[κρουνός]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροῦναι Medium diacritics: κροῦναι Low diacritics: κρούναι Capitals: ΚΡΟΥΝΑΙ
Transliteration A: kroûnai Transliteration B: krounai Transliteration C: kroynai Beta Code: krou=nai

English (LSJ)

τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also, A = κρῆναι τέλειαι, Id.

Greek Monolingual

κροῦν αι (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «τὰ ἄφορα δένδρα»
2. «κρῆναι τέλειαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός.