λουτήρας: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(23) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα | |mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν | ||
καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βα</i>-<i>τήρ</i>, <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν
καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βα-τήρ, κρα-τήρ)].