οικογενής: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[οἰκογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου η οποία εμφανίζεται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] σε μια [[οικογένεια]] και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε [[κληρονομικότητα]] («η [[αιμοφιλία]] [[είναι]] [[οικογενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... | |mltxt=-ές (Α [[οἰκογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου η οποία εμφανίζεται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] σε μια [[οικογένεια]] και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε [[κληρονομικότητα]] («η [[αιμοφιλία]] [[είναι]] [[οικογενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν | ||
», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]] («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπινα [[πάθη]] και καταστάσεις) αυτός ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στο [[σπίτι]] («οἰκογενὴς [[μανία]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν
», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].