συνεπιδίδωμι: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν | ||
τι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεπιδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.). | |elrutext='''συνεπιδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
English (LSJ)
A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.). 2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc. 3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a. II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.
French (Bailly abrégé)
croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.
Greek Monolingual
Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν
τι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεπιδίδωμι:
1) одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2) одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).