ῥούδιον: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />([[κατά]] τον Αέτ.) «[[κλύσμα]] πρὸς | |mltxt=τὸ, Α<br />([[κατά]] τον Αέτ.) «[[κλύσμα]] πρὸς ῥοῦνγυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ῥοείδιον]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 27 March 2021
English (LSJ)
τό,= κλύσμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον, Aët.16.64.
German (Pape)
[Seite 849] τό, späte Form statt ῥοίδιον, Lob. zu Phryn. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ῥούδιον: τό, μεταγεν. τύπος τοῦ ῥοίδιον, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 87, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῦνγυναικεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ῥοείδιον].