ἐχόντως: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - " »" to "»") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχόντως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) <b>φρ.</b> «[[ἐχόντως]] | |mltxt=[[ἐχόντως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) <b>φρ.</b> «[[ἐχόντως]] νοῦν» — νουνεχώς, [[συνετώς]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. ενεστ. <i>έχων</i>, <i>έχοντος</i> του <i>έχω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐχόντως:''' имея, обладая: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково. | |elrutext='''ἐχόντως:''' имея, обладая: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 27 March 2021
English (LSJ)
Adv. pres. part. of ἔχω, in phrase ἐ. νοῦν, A = νουνεχόντως (q.v.), Pl.Lg.686e; ἐχόντως ἑαυτὸν τὸν νοῦν Id.Phlb.64a.
German (Pape)
[Seite 1126] adv. zu ἔχων, nur ἐχόντως νοῦν, = νουνεχόντως, Plat. Legg. III, 686 e, wonach Phil. 64 a gesagt ist ἐμφρόνως καὶ ἐχόντως ἑαυτὸι τὸν νοῦν φήσομεν ἀποκρίνασθαι, verständiger Weise.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: ἐχόντως νοῦν, νουνεχόντως, Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α.
French (Bailly abrégé)
seul. dans la locut. ἐχόντως νοῦν HDT c. νουνεχόντως.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
ἐχόντως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) φρ. «ἐχόντως νοῦν» — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος του έχω].
Russian (Dvoretsky)
ἐχόντως: имея, обладая: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково.