Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έπαλξη: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(12)
 
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔπαλξις]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> το ανώτερο οδοντωτό [[μέρος]] του τείχους, που έχει ανοίγματα [[κατά]] διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν [[μέσα]] από αυτά οι αμυνόμενοι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αμυντικό [[κατασκεύασμα]], ειδ. [[θωράκιο]] τείχους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]], [[υπεράσπιση]], [[βοήθεια]] («τήνδ' ἡμῑν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> δικαστήριο φόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επαλέξω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αλέξω]] «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]»)].
|mltxt=η (AM [[ἔπαλξις]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> το ανώτερο οδοντωτό [[μέρος]] του τείχους, που έχει ανοίγματα [[κατά]] διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν [[μέσα]] από αυτά οι αμυνόμενοι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αμυντικό [[κατασκεύασμα]], ειδ. [[θωράκιο]] τείχους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]], [[υπεράσπιση]], [[βοήθεια]] («τήνδ' ἡμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> δικαστήριο φόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επαλέξω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αλέξω]] «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 22:53, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἔπαλξις)
συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος του τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι
αρχ.-μσν.
αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους
αρχ.
1. μτφ. προστασία, υπεράσπιση, βοήθεια («τήνδ' ἡμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», Ευρ.)
2. δικαστήριο φόνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επαλέξω < επί + αλέξω «προστατεύω, υπερασπίζω»)].