επιμαρτυρώ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) [[επίμαρτυς]]<br />[[επιβεβαιώνω]] ( | |mltxt=ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) [[επίμαρτυς]]<br />[[επιβεβαιώνω]] («ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] ευνοϊκή [[μαρτυρία]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιμαρτυροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[εξορκίζω]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[προσδιορίζω]] τη [[θέση]] ενός αστεριού για [[μαντεία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) επίμαρτυς
επιβεβαιώνω («ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)
αρχ.
1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον
2. μέσ. ἐπιμαρτυροῦμαι, -έομαι
εξορκίζω
3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία.