συγχώρηση: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(39) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συγχώρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ | |mltxt=η / [[συγχώρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ και [[συγχώρεση]] και [[συχώρεση]], [[σχώρεση]] Ν, και [[σουγχώρεισις]] Α [[συγχωρῶ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συγχωρώ]], [[παροχή]] [[συγγνώμη]]ς, [[άφεση]] αμαρτιών (α. «ζήτησε [[συγχώρηση]] για το [[κακό]] που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μετά]] συγχωρήσεως» — με το [[συμπάθιο]], [[συγγνώμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατάθεση]], [[συμφωνία]] (α. «ἧν δὲ ἡ [[συγχώρησις]] ἕν ἔχουσα [[κεφάλαιον]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — [[συγκατάθεση]] που δηλώνεται με λόγο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]] που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η [[ετυμηγορία]] του, [[συμβιβασμός]] [[πάνω]] σε μια [[πράξη]] («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῦτο [[μήτε]] πρότερον [[μήτε]] νῦν ἀντιποιεῖσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (στην Αλεξάνδρεια) νομική [[συμφωνία]] με τη [[μορφή]] υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῖσαν διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:59, 28 March 2021
Greek Monolingual
η / συγχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και συχώρεση, σχώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α συγχωρῶ
η ενέργεια του συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)
νεοελλ.
φρ. «μετά συγχωρήσεως» — με το συμπάθιο, συγγνώμη
αρχ.
1. συγκατάθεση, συμφωνία (α. «ἧν δὲ ἡ συγχώρησις ἕν ἔχουσα κεφάλαιον», Πλάτ.
β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — συγκατάθεση που δηλώνεται με λόγο, Πλάτ.)
2. συμφωνία που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η ετυμηγορία του, συμβιβασμός πάνω σε μια πράξη («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῦτο μήτε πρότερον μήτε νῦν ἀντιποιεῖσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)
3. (στην Αλεξάνδρεια) νομική συμφωνία με τη μορφή υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῖσαν διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.).