ἀνθυπάρχω: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον | |mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθυπάρχω:''' (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.). | |elrutext='''ἀνθυπάρχω:''' (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 28 March 2021
English (LSJ)
A to be set over against, of ἀντίστοιχα, Stoic. ap. Plu.2.960b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπάρχω: ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.
Spanish (DGE)
oponerse a su vez τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.
Greek Monolingual
ἀνθυπάρχω (Α)
έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπάρχω: (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).