ηθείος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(16)
 
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, -α, -ον (Α) [[ήθος]]<br /><b>1.</b> (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού [[προς]] μεγαλύτερο) [[πιστός]], [[προσφιλής]], [[αγαπητός]], [[σεβαστός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἠθαῑοι</i><br />οι πιστοί φίλοι.
|mltxt=ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, -α, -ον (Α) [[ήθος]]<br /><b>1.</b> (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού [[προς]] μεγαλύτερο) [[πιστός]], [[προσφιλής]], [[αγαπητός]], [[σεβαστός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἠθαῖοι</i><br />οι πιστοί φίλοι.
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, -α, -ον (Α) ήθος
1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῖοι
οι πιστοί φίλοι.