κάρπωση: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(19)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κάρπωσις]]) [[καρπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[λήψη]] ή η [[χρήση]] του καρπού<br /><b>2.</b> η [[άντληση]] κέρδους, η [[εκμετάλλευση]], η [[επικαρπία]], η [[νομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[χρησιμότητα]] («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῑς καὶ τὴν κάρπωσιν [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> η [[προσφορά]] καρπών.
|mltxt=η (Α [[κάρπωσις]]) [[καρπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[λήψη]] ή η [[χρήση]] του καρπού<br /><b>2.</b> η [[άντληση]] κέρδους, η [[εκμετάλλευση]], η [[επικαρπία]], η [[νομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[χρησιμότητα]] («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῖς καὶ τὴν κάρπωσιν [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> η [[προσφορά]] καρπών.
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (Α κάρπωσις) καρπώ
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση του καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῖς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.