ημιλιτριαίος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(16)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιλιτριαῑος, -αία, -ον (Α)<br />αυτός που ζυγίζει μισή [[λίτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λιτριαίος]] (μτγν. τ. του [[λιτραίος]] <span style="color: red;"><</span> [[λίτρον]])].
|mltxt=ἡμιλιτριαῖος, -αία, -ον (Α)<br />αυτός που ζυγίζει μισή [[λίτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λιτριαίος]] (μτγν. τ. του [[λιτραίος]] <span style="color: red;"><</span> [[λίτρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἡμιλιτριαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)].