ερμαίος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
(14)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑρμαῑος, -α, -ον (AM) [[Ερμής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῑος [[λόφος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία<br /><b>4.</b> [[επικερδής]].
|mltxt=ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) [[Ερμής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος [[λόφος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία<br /><b>4.</b> [[επικερδής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) Ερμής
μσν.
ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος λόφος»)
2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)
3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία
4. επικερδής.