επιρρέπω: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] ( | |mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῖν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).