σκεύασις: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[σκευάζω]]<br />[[σκευασία]] («μυῑαι θανατοῦσαι | |mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[σκευάζω]]<br />[[σκευασία]] («μυῑαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 28 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, = σκευασία (preparing, dressing, modes of dressing, recipes, furniture, furnishing), dub. in Alex. 110.24, LXX Ec. 10.1 (v.l. -ασίαν).
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, = σκευασία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σκεύᾰσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., ἀφμίβ., Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 24.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α σκευάζω
σκευασία («μυῑαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ).