ευθετίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(15) |
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[εὐθετίζω]]) [[εύθετος]]<br />[[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πόδας]] εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τα [[ιστία]]) [[στρέφω]] [[προς]] την [[κατεύθυνση]] του ανέμου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για [[κάτι]] («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)<br /><b>2.</b> [[λέγω]] την [[αλήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>εὐθετίζομαι</i><br />χρησιμοποιούμαι όπως [[πρέπει]] («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ | |mltxt=(ΑΜ [[εὐθετίζω]]) [[εύθετος]]<br />[[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πόδας]] εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τα [[ιστία]]) [[στρέφω]] [[προς]] την [[κατεύθυνση]] του ανέμου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για [[κάτι]] («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)<br /><b>2.</b> [[λέγω]] την [[αλήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>εὐθετίζομαι</i><br />χρησιμοποιούμαι όπως [[πρέπει]] («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῖον [[σχῆμα]]», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐθετίζω) εύθετος
τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ.
β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.)
νεοελλ.
(για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση του ανέμου
μσν.
1. ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για κάτι («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)
2. λέγω την αλήθεια
αρχ.
παθ. εὐθετίζομαι
χρησιμοποιούμαι όπως πρέπει («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα», Γαλ.).