εὐθετίζω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
A set in order, arrange orderly, Hes. Th.541; χελιδὼν… καλιὴν ηὐθέτιζεν Babr.118.2; τὰς κόμας Luc. Ind.29, etc.:—Med., ὀστέον εὐθετισάμενος Hp. Fract.8, cf. 16.
II in Pass., to be suitably employed, εἴς τι A.D. Adv.140.11, Synt.169.19.
French (Bailly abrégé)
impf. ηὐθέτιζον;
mettre en ordre, bien arranger.
Étymologie: εὔθετος.
German (Pape)
gut setzen, in Ordnung bringen; Hes. Th. 541; τὰ ὀστέα τὰ κατεαγότα Hippocr.; τὰ κατὰ τὴν ναῦν Luc. Navig. 13; auch τὰς κόμας, adv. indoct. 29 und öfter. – Auch im med.
Russian (Dvoretsky)
εὐθετίζω: убирать, приводить в порядок (ὀστέα βοός Hes.; τὰ κατὰ τὴν ναῦν, τὰς κόμας Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθετίζω: τοποθετῶ καλῶς, ὀστέα… βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε Ἡσ. Θ. 541· κατασκευάζω τι εὐθέτως, χελιδὼν... ἦρος καλιὴν ηὐθέτιζεν ἐν τείχῳ Βαδρ. 118. 2· διευθετῶ, πρὸς δὲ τὰ ἐκείνων κάτοπτρα προσελθόντες τὰς κόμας εὐθετίζουσι Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, κτλ. - Μέσ. ὁστέα εὐθετισάμενος, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, 764· πρβλ. εὐθετέω.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐθετίζω) εύθετος
τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ.
β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.)
νεοελλ.
(για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση του ανέμου
μσν.
1. ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για κάτι («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)
2. λέγω την αλήθεια
αρχ.
παθ. εὐθετίζομαι
χρησιμοποιούμαι όπως πρέπει («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα», Γαλ.).
Greek Monotonic
εὐθετίζω: μέλ. -σω, βάζω σε τάξη, τακτοποιώ καλά, σε Ησίοδ., Λουκ.