επιστολιμαίος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "αῑαι" to "αῖαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που έχει γραφεί σε [[μορφή]] ή με [[διατύπωση]] επιστολής («επιστολιμαία [[διατριβή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δυνάμεις | |mltxt=-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που έχει γραφεί σε [[μορφή]] ή με [[διατύπωση]] επιστολής («επιστολιμαία [[διατριβή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με [[ψηφοφορία]] να σταλούν και η [[απόφαση]] έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη [[επιστολή]] στους ενδιαφερομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιστολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλοπιμαίος]], [[υποβολιμαίος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.