Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόκκυγας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κόκκυξ]] (AM [[κόκκυξ]], -υγος)<br /><b>1.</b> [[κούκος]] («χὠπόθ' ὁ [[κόκκυξ]] εἴποι [[κόκκυ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το κυρτό ημιεύκαμπτο [[κάτω]] [[άκρο]] της σπονδυλικής στήλης στους πιθήκους και στον άνθρωπο, στον οποίο αντιπροσωπεύει μια υποτυπώδη [[ουρά]] που αποτελείται από 3 ώς 5 κοκκυγικούς σπονδύλους, από τους οποίους ο [[πρώτος]] συνδέεται με το [[ιερό]] [[οστό]] (α. «[[κύστη]] του κόκκυγος» β. «τὸ [[ὀστοῦν]] τοῦ κόκκυγος ονομαζομένου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείο]] στον ώμο του ίππου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τραυλίζει, ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού για το οποίο έλεγαν ότι έκανε κάποιο κρότο παρόμοιο με τη [[φωνή]] του κούκου («[[κάπρος]] ὁ ἐν τῷ Ἀχελώῳ. ἔτι δὲ χαλκεὺς και [[κόκκυξ]]<br />ὁ μέν γαρ ψοφεῑ [[οἷον]] συριγμόν, ὁ δὲ παραπλήσιον τῷ κόκκυγι ψόφον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] σύκου που ωριμάζει πρώιμα, [[όλυνθος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μῆλον]] κόκκυγος» — [[κοκκύμηλον]] (<b>Νίκ.</b>)<br />β) «[[τρητός]] [[κόκκυξ]]» — το [[ιερό]] [[οστό]] (<b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκυ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υξ</i> / -<i>υγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όρτ</i>-<i>υξ</i>, <i>πτέρ</i>-<i>υξ</i>). Η λ. χρησιμοποιείται ως [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος της ανατομίας, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>coccyx</i>].
|mltxt=και [[κόκκυξ]] (AM [[κόκκυξ]], -υγος)<br /><b>1.</b> [[κούκος]] («χὠπόθ' ὁ [[κόκκυξ]] εἴποι [[κόκκυ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το κυρτό ημιεύκαμπτο [[κάτω]] [[άκρο]] της σπονδυλικής στήλης στους πιθήκους και στον άνθρωπο, στον οποίο αντιπροσωπεύει μια υποτυπώδη [[ουρά]] που αποτελείται από 3 ώς 5 κοκκυγικούς σπονδύλους, από τους οποίους ο [[πρώτος]] συνδέεται με το [[ιερό]] [[οστό]] (α. «[[κύστη]] του κόκκυγος» β. «τὸ [[ὀστοῦν]] τοῦ κόκκυγος ονομαζομένου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείο]] στον ώμο του ίππου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τραυλίζει, ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού για το οποίο έλεγαν ότι έκανε κάποιο κρότο παρόμοιο με τη [[φωνή]] του κούκου («[[κάπρος]] ὁ ἐν τῷ Ἀχελώῳ. ἔτι δὲ χαλκεὺς και [[κόκκυξ]]<br />ὁ μέν γαρ ψοφεῑ [[οἷον]] συριγμόν, ὁ δὲ παραπλήσιον τῷ κόκκυγι ψόφον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] σύκου που ωριμάζει πρώιμα, [[όλυνθος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μῆλον]] κόκκυγος» — [[κοκκύμηλον]] (<b>Νίκ.</b>)<br />β) «[[τρητός]] [[κόκκυξ]]» — το [[ιερό]] [[οστό]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκυ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υξ</i> / -<i>υγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όρτ</i>-<i>υξ</i>, <i>πτέρ</i>-<i>υξ</i>). Η λ. χρησιμοποιείται ως [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος της ανατομίας, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>coccyx</i>].
}}
}}

Revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

και κόκκυξ (AM κόκκυξ, -υγος)
1. κούκος («χὠπόθ' ὁ κόκκυξ εἴποι κόκκυ», Αριστοφ.)
2. ανατ. το κυρτό ημιεύκαμπτο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης στους πιθήκους και στον άνθρωπο, στον οποίο αντιπροσωπεύει μια υποτυπώδη ουρά που αποτελείται από 3 ώς 5 κοκκυγικούς σπονδύλους, από τους οποίους ο πρώτος συνδέεται με το ιερό οστό (α. «κύστη του κόκκυγος» β. «τὸ ὀστοῦν τοῦ κόκκυγος ονομαζομένου», Γαλ.)
μσν.
σημείο στον ώμο του ίππου
αρχ.
1. αυτός που τραυλίζει, ο τραυλός
2. είδος θαλάσσιου ψαριού για το οποίο έλεγαν ότι έκανε κάποιο κρότο παρόμοιο με τη φωνή του κούκου («κάπρος ὁ ἐν τῷ Ἀχελώῳ. ἔτι δὲ χαλκεὺς και κόκκυξ
ὁ μέν γαρ ψοφεῑ οἷον συριγμόν, ὁ δὲ παραπλήσιον τῷ κόκκυγι ψόφον», Αριστοτ.)
3. είδος σύκου που ωριμάζει πρώιμα, όλυνθος
4. φρ. α) «μῆλον κόκκυγος» — κοκκύμηλον (Νίκ.)
β) «τρητός κόκκυξ» — το ιερό οστό (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + επίθημα -υξ / -υγος (πρβλ. όρτ-υξ, πτέρ-υξ). Η λ. χρησιμοποιείται ως διεθνής επιστημονικός όρος της ανατομίας, πρβλ. αγγλ. coccyx].