ευκράς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θερμοκρασία]], [[κλίμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύκρατος]], [[ήπιος]] («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[σεμνός]] («ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς [[εὐκράς]] ἐγένεθ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με [[μέτρο]] για να τον πιει [[κάποιος]] («εὐκρὰς [[οἶνος]]», <b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θερμοκρασία]], [[κλίμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύκρατος]], [[ήπιος]] («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[σεμνός]] («ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς [[εὐκράς]] ἐγένεθ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με [[μέτρο]] για να τον πιει [[κάποιος]] («εὐκρὰς [[οἶνος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοινωνικός]], [[ευκοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]<br /><b>βλ.</b> [[ευκραής]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[ευκέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τον πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].
(II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ευκέφαλος.