εύκρατος

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκρατος, -ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, -ον)
αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» — το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό
β. «οι εύκρατες ζώνες της γης» — οι ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ τών πολικών και τροπικών κύκλων
γ. «εὔκρατος ἀήρ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo εὔκρατον
αφέψημα που αποτελείται από πιπέρι, κύμινο και γλυκάνισο και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε μοναστήρια
αρχ.
1. (για υγρά) χλιαρός
2. (για κρασί) ο αναμιγμένος σε καλή αναλογία για να τον πιει κάποιος
3. μτφ. ήπιος, μετριασμένος («εὔκρατος ὀλιγαρχία», Αριστοτ.)
4. (για πρόσωπα) κοινωνικός, ευπροσήγορος («εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας», Ιπποκρ.)
5. (για λόγο) αρμονικός, ήπιος, μαλακόςεὔκρατος ἁρμονία», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐκράτως (Α)
1. μέτρια, ήπια
2. φρ. (για κλίμα ή ατμόσφαιρα) «εὐκράτως ἔχω» — είμαι μέτριος, χλιαρός, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ-κρα-τος
πρόκειται δηλ. για σύνθετο με α' συνθετικό το επίρρ. ευ και β' το ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. κεράννυμι (πρβλ. αρχ. εκυραής)].