εἰσόπιν: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσόπιν''': ([[ὄπις]]), ἐπίρρ., κατόπιν, [[μετὰ]] γεν., [[εἰσόπιν]] χρόνου, ἐν τῷ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[μετὰ]] παρέλευσιν χρόνου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 617.
|lstext='''εἰσόπιν''': ([[ὄπις]]), ἐπίρρ., κατόπιν, μετὰ γεν., [[εἰσόπιν]] χρόνου, ἐν τῷ μετὰ [[ταῦτα]], μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 617.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσόπιν Medium diacritics: εἰσόπιν Low diacritics: εισόπιν Capitals: ΕΙΣΟΠΙΝ
Transliteration A: eisópin Transliteration B: eisopin Transliteration C: eisopin Beta Code: ei)so/pin

English (LSJ)

(ὄπις) Adv. A back: c. gen., εἰσόπιν χρόνου hereafter, A.Supp. 617.

German (Pape)

[Seite 744] nachher, in der Folge, χρόνου Aesch. Suppl. 612.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσόπιν: (ὄπις), ἐπίρρ., κατόπιν, μετὰ γεν., εἰσόπιν χρόνου, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 617.

French (Bailly abrégé)

adv.
par la suite (litt. en vue) : εἰσόπιν χρόνου ESCHL dorénavant, désormais.
Étymologie: εἰς, ὄπις².

Spanish (DGE)

(εἰσόπῐν)
adv. temp. en adelante εἰ. χρόνου de ahora en adelante A.Supp.617.

Greek Monolingual

εἰσόπιν (Α)
επίρρ. ύστερα, μετά από αυτά.

Russian (Dvoretsky)

εἰσόπιν: adv. в дальнейшем: εἰ. χρόνου Aesch. впоследствии, потом.