μιμηλάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μιμηλάζω''': [[μιμέομαι]], [[μετὰ]] δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς [[μῖμος]], [[αὐτόθι]] 610, [[ἔνθα]] μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον [[μιμηλάζω]].
|lstext='''μιμηλάζω''': [[μιμέομαι]], μετὰ δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς [[μῖμος]], [[αὐτόθι]] 610, [[ἔνθα]] μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον [[μιμηλάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιμηλάζω]] (Α) [[μιμηλός]]<br />[[μιμούμαι]] («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον [[νόμισμα]]», Φίλ.).
|mltxt=[[μιμηλάζω]] (Α) [[μιμηλός]]<br />[[μιμούμαι]] («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον [[νόμισμα]]», Φίλ.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμηλάζω Medium diacritics: μιμηλάζω Low diacritics: μιμηλάζω Capitals: ΜΙΜΗΛΑΖΩ
Transliteration A: mimēlázō Transliteration B: mimēlazō Transliteration C: mimilazo Beta Code: mimhla/zw

English (LSJ)

μιμηλάζω, = μιμέομαι, ἀγαθὸν κακῷ μιμηλάζω = the good imitating the bad Ph.1.557 (s. v.l.); μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα ib.610 (μιμηλίζοντες codd.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 186] = μιμέομαι, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμηλάζω: μιμέομαι, μετὰ δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς μῖμος, αὐτόθι 610, ἔνθα μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον μιμηλάζω.

Greek Monolingual

μιμηλάζω (Α) μιμηλός
μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.).