παρυπάτη: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρῠπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ παρὰ τὴν ὑπάτην, ἡ ἀμέσως | |lstext='''παρῠπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ παρὰ τὴν ὑπάτην, ἡ ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην [[χορδή]], ἡ δευτέρα ἐκ τῶν [[πέντε]], Ἀριστ. Προβλ. 19. 3, Πλούτ. 2. 1134F, κτλ.· πρβλ. παραμέση. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 20 April 2021
English (LSJ)
[πᾰ] (sc. χορδή), ἡ, A string next the ὑπάτη (q.v.), Arist. Pr.917b30, Plu.2.1134f, etc.
German (Pape)
[Seite 529] ἡ, sc. χορδή, die Saite neben der ersten od. obersten, fem. von παρύπατος; Arist. probl. 19, 3; Music.; vgl. Anon. de Mus. Bellerm. p. 61.
Greek (Liddell-Scott)
παρῠπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ παρὰ τὴν ὑπάτην, ἡ ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην χορδή, ἡ δευτέρα ἐκ τῶν πέντε, Ἀριστ. Προβλ. 19. 3, Πλούτ. 2. 1134F, κτλ.· πρβλ. παραμέση.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η δεύτερη χορδή, ο δεύτερος φθόγγος του συστήματος, της κλίμακας της αρχαίας μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὑπάτη (χορδή) «η υψηλότερη χορδή της λύρας»].
Russian (Dvoretsky)
παρῠπάτη: ἡ (sc. χορδή) соседняя с верхней, т. е. вторая струна лиры Arst., Plut.