πολυκατασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκατασκεύαστος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.
|lstext='''πολῠκατασκεύαστος''': -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατασκευαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατασκευάζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>κατασκεύαστος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατασκευαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατασκευάζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>κατασκεύαστος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκατασκεύαστος Medium diacritics: πολυκατασκεύαστος Low diacritics: πολυκατασκεύαστος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polykataskeúastos Transliteration B: polykataskeuastos Transliteration C: polykataskeyastos Beta Code: polukataskeu/astos

English (LSJ)

ον, A elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.

German (Pape)

[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεο-κατασκεύαστος].