σπόρθυγγες: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(2b) |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπόρθυγγες''': «αἱ συνεστραμμέναι | |lstext='''σπόρθυγγες''': «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ συνεστραμμέναι | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου [[τρίχες]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπύραθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=See also: s. [[σπύραθοι]] | |etymtx=See also: s. [[σπύραθοι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 20 April 2021
English (LSJ)
αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σπόρθυγγες: «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπύραθος.
Frisk Etymological English
See also: s. σπύραθοι