τρέφος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρέφος''': -εος, τό, = θρέμμα, ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. [[βρέφος]]), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν [[τρέφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 166.
|lstext='''τρέφος''': -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. [[βρέφος]]), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν [[τρέφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 166.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέφος Medium diacritics: τρέφος Low diacritics: τρέφος Capitals: ΤΡΕΦΟΣ
Transliteration A: tréphos Transliteration B: trephos Transliteration C: trefos Beta Code: tre/fos

English (LSJ)

εος, τό, A = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.

German (Pape)

[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.

Greek (Liddell-Scott)

τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
θρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ- του τρέφω, απ' όπου τα σύνθ. σε -τρεφής (πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ἁπαλο-τρεφής)].

Russian (Dvoretsky)

τρέφος: εος τό Soph. = θρέμμα.