φθίδιος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις.
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. μετὰ τὴν λέξιν φθόσις.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθι</i>- του [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]]].
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθι</i>- του [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθίδιος Medium diacritics: φθίδιος Low diacritics: φθίδιος Capitals: ΦΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: phthídios Transliteration B: phthidios Transliteration C: fthidios Beta Code: fqi/dios

English (LSJ)

α, ον, (φθίω) A perishable, Hsch. (post φθόσις).

German (Pape)

[Seite 1271] schwindend, vergänglich, von kurzer Dauer, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φθίδιος: -α, -ον, (φθίω) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. μετὰ τὴν λέξιν φθόσις.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι- του φθίνω + κατάλ. -ίδιος].