φράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φράκτης''': -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος | |lstext='''φράκτης''': -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος μετὰ πύλης, καλούμενος καὶ [[ἀρίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φράχτης]] Ν<br />μόνιμο ή [[πρόχειρο]] [[τείχισμα]] που περικλείει έναν χώρο, [[φράγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίφραγμα]] καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[φρακτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[φρακ]]- του ρ. [[φράζω]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>. Ο νεοελλ. τ. [[φράχτης]] <span style="color: red;"><</span> [[φράκτης]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (<b>πρβλ.</b> <i>γραφτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γραπτός]], [[νύχτα]] <span style="color: red;"><</span> [[νύκτα]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φράχτης]] Ν<br />μόνιμο ή [[πρόχειρο]] [[τείχισμα]] που περικλείει έναν χώρο, [[φράγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίφραγμα]] καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[φρακτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[φρακ]]- του ρ. [[φράζω]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>. Ο νεοελλ. τ. [[φράχτης]] <span style="color: red;"><</span> [[φράκτης]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (<b>πρβλ.</b> <i>γραφτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γραπτός]], [[νύχτα]] <span style="color: red;"><</span> [[νύκτα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 April 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A sluice with gates, Procop.Aed.2.3; = saeptor, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φράκτης: -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος μετὰ πύλης, καλούμενος καὶ ἀρίς.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν
μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα
νεοελλ.
1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους
2. τεχνολ. φρακτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -της. Ο νεοελλ. τ. φράχτης < φράκτης, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός, νύχτα < νύκτα)].